Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐκ τῆς κλίνης

См. также в других словарях:

  • καθέλκυση — Το σύνολο των εργασιών με τις οποίες το πλοίο μεταφέρεται από τη ναυπηγική κλίνη στο νερό. Το σκάφος δεν μετακινείται απευθείας πάνω στην κλίνη. Ανάμεσα σε αυτήν και στο σκάφος παρεμβάλλεται το λίκνο, ένα είδος μεγάλου έλκηθρου, του οποίου οι… …   Dictionary of Greek

  • ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… …   Dictionary of Greek

  • ημιπτεροειδή ή ρυγχωτά — Υπέρταξη υδροβίων και χερσοβίων εντόμων. Τα η. έχουν διάφορες μορφές, μερικές φορές περίεργες, όπως σε μερικά εξωτικά είδη. Οι διαστάσεις τους ποικίλλουν από 12 εκ. –όπως του βελόστομου του μεγάλου της Κεντρικής Αμερικής– μέχρι 1 χιλιοστό ή και… …   Dictionary of Greek

  • одръ — ОДР|Ъ (136), А с. 1.Ложе, постель, кровать: Чл҃вкъ сълазѧ отъ одра || своѥго. гл҃ѧ въ д҃ши своѥи кто мѧ видить. (ἀπὸ τῆς κλίνης, в др. сп. κοίτης) Изб 1076, 172–172 об.; пакы възлеже на одрѣ (τῷ κλινιδίῳ) ЖФСт к. XII, 164 об.; ѹзрѣхъ женѹ свою на …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • PAEFICA — memorata in illo Naevii, Haec quidem hercle opinor Praefica est, Nam mortuos collaudat. Claudio dicebatur, quae praeficeretur ancillis lam entantibus. Unde in Glossis Philoxeni, Praefica, ἡ πρὸ τῆς κλίνης εν τῇ φορᾷ κοπτομένη: θρηνῳδὸς ἐπ᾿… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PYELUS — Graece πύελος, pala annuli, quae e Graeco nomen habet. Vide supra apud Arrian. l. 6. εν μέσῳ δε τῆς κλινης ἡ πύελος ἔκειτο ἡ τὸ σῶμα τοῦ Κύρου ἔχουσα, ubi de sepulcho Cyri, In medio autem lecti πύελος erat, cadaver Cyri continens: Interpreti… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εσχάριο — το (Α ἐσχάριον) (υποκορ. τού εσχάρα) πύραυνο, μικρή κινητή εστία που χρησιμοποιείται για θέρμανση ή για μαγείρεμα μικρής ποσότητας τροφίμων, κν. μαγκάλι, φουφού νεοελλ. 1. καθεμιά από τις ισχυρές τετραγωνικές δοκούς που υποβαστάζουν την τρόπιδα… …   Dictionary of Greek

  • λεχήρια — (Α) [λέχος] (κατά τον Ησύχ.) οι δοκοί που σχηματίζουν τις πλευρές τής κλίνης …   Dictionary of Greek

  • υποκάτω — ὑποκάτω ΝΜΑ κάτω από («ὑποκάτω τῆς κλίνης», ΚΔ) αρχ. (λογ.) (με άρθρ.) ο κατώτερος («τὰ ὑποκάτω γένη», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κάτω] …   Dictionary of Greek

  • χλαίνα — Oνομάζεται και χλαίνη. X. σήμαινε, στην αρχαία ελληνική, μεγάλο τετράγωνο χειμωνιάτικο ένδυμα (ιμάτιο), που το φορούσαν χαλαρά πάνω από τον χιτώνα τους μονάχα οι άντρες, όπως φορούν σήμερα οι Έλληνες χωρικοί την κάπα. Στη νέα ελληνική, χ.… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»